κοράκι

κοράκι
Κοινή ονομασία πολλών στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Corvus, το οποίο περιλαμβάνει συνολικά 39 είδη. Πρόκειται για πτηνά με μαύρο φτέρωμα και ισχυρά πόδια και ράμφος. Όλα τα μέλη του γένους έχουν εξαιρετικές πτητικές ικανότητες και μπορούν να εκτελούν ακροβατικά στον αέρα. Απαντώνται σχεδόν σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Το μεγαλύτερο σε μέγεθος είδος της οικογένειας των κορακιδών είναι το κοινό κ., γνωστό με την επιστημονική ονομασία Corvus corax. Το κ. συναντάται στο μεγαλύτερο μέρος του βόρειου ημισφαιρίου και μπορεί να ζήσει έως και 50 χρόνια. Έχει μαύρο φτέρωμα, μεγάλο ράμφος, χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευφυΐα και μπορεί να παράγει μια ποικιλία ήχων· σε συνθήκες αιχμαλωσίας, μάλιστα, έχει αναφερθεί ότι μιμείται την ανθρώπινη φωνή. Το κ. είναι παμφάγο: αν και η κύρια δίαιτά του αποτελείται από ψοφίμια και μικρά θηλαστικά (π.χ. τρωκτικά), τρώει επίσης αβγά, γεωσκώληκες, ακόμα και σπόρους. Το θηλυκό γεννάει 4-6 αβγά, τα οποία επωάζει για περίπου 20 ημέρες, στη διάρκεια των οποίων το αρσενικό φροντίζει για την τροφή του θηλυκού. Με εξαίρεση την περίοδο της αναπαραγωγής, το κ. συναντάται σε κοπάδια μεγαλύτερα των εκατό ατόμων, ενώ έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις κοπαδιών μεγαλύτερων των χιλίων ατόμων. Το είδος Corvus frugilegus ζει στην Ευρώπη και στη βορειοκεντρική Ασία, απ’ όπου το φθινόπωρο μεταναστεύει προς τις θερμότερες χώρες. Το είδος αυτό είναι από τα πιο κοινωνικά κ. Τρέφεται κυρίως στο έδαφος και, ιδιαίτερα, στο φρεσκοοργωμένο χώμα, όπου αναζητεί προνύμφες και έντομα. Αναγνωρίζεται εύκολα από ένα λευκό σημάδι γύρω από το ράμφος του. Άλλο σημαντικό είδος είναι το Corvus brachyrhynchos, το οποίο είναι τοαμερικανικό κ. Είναι μικρότερο σε μέγεθος από το κοινό κ., παράγει διαφορετικό ήχο και συναντάται κυρίως στη Βόρεια Αμερική. Τέλος, παρόμοιο είδος με το αμερικανικό κ. είναι και το Corvus ossifragus, το οποίο είναι όμως μεγαλύτερο σε μέγεθος (περίπου 40 εκ.) και συναντάται στις παραλιακές περιοχές των νότιων και ανατολικών ΗΠΑ.
* * *
το (ΑM κοράκιον)
ονομασία, κοινή σήμερα, είδους στρουθιόμορφου πτηνού που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών κορακιδών
νεοελλ.
1. μικρός ξύλινος ή και σιδερένιος μοχλός που συγκρατεί κλειστά τα φύλλα πόρτας, ντουλαπιού κ.λπ.
2. μικρό μετάλλινο άγκιστρο για τη σύνδεση δύο αντικειμένων, γάντζος
3. (χλευαστικά) νεκροθάφτης
4. κοινή ονομασία τών δύο ακρότατων τμημάτων τών πλοίων, ιδίως τών ξύλινων ιστιοφόρων και τών λέμβων (α. «κοράκι τής πρύμνης» β. κοράκι τής πλώρης»)
5. φρ. «πήγαινε στα κοράκια» ή «να σέ φάνε τα κοράκια» — άι στο διάβολο, άντε χάσου
αρχ.
το φυτό ιεράκιον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + υποκορ. κατάλ. -ι(ον), πρβλ. μαχαίρ-ι(ον), πόδ-ι(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοράκι — το 1. κόρακας. 2. μικρός ξύλινος ή σιδερένιος μοχλός που συγκρατεί κλειστά τα φύλλα της πόρτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κόρακι — Κόραξ raven masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρακι — κόραξ raven masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορακιάζω — [κοράκι] 1. γίνομαι όμοιος με κόρακα, μαυρίζω σαν τον κόρακα 2. βήχω με κορακόβηχα 3. (για αιγοπρόβατα) πάσχω από τη νόσο κοράκιο 4. διψώ υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • Πόε, Έντγκορ Άλαν — (Poe). Αμερικανός συγγραφέας (Βοστώνη 1809 Βαλτιμόρη 1849). Έμεινε ορφανός σε ηλικία δύο μόλις ετών και την ανατροφή του ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος του Ρίτσμοντ, ο Τζον Άλαν. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας σε… …   Dictionary of Greek

  • κορακιωτός — και κορακωτός, ή, ό 1. όμοιος με κόρακα, αγκιστροειδής, γαμψός 2. εφοδιασμένος με κοράκι, με γάντζο, με ραμφοειδή μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράκι με σημ. «γάντζος» + κατάλ. ωτός (πρβλ. καμαρ ωτός χνουδ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”